Όψεις της συζήτησης για τη δημοκρατία στον 20ό αιώνα

Όψεις της συζήτησης για τη δημοκρατία στον 20ό αιώνα

Ο 20ός αιώνας υπήρξε ο αιώνας της δημοκρατίας. Ή μάλλον καλύτερα, ο αιώνας του «λόγου περί δημοκρατίας». Αντίθετα με τους προηγούμενους αιώνες, όταν η δημοκρατία ήταν ένα ιδεώδες και η θεωρητική συζήτηση αφορούσε πλευρές αυτής της ιδέας, κατά τον 20ό αιώνα η συζήτηση σχετίστηκε με τις αιτίες των δυσκολιών στην εφαρμογή της δημοκρατίας . Ο ναζισμός, ο φασισμός και ο σταλινισμός (με διαφορετικά πρόσημα και μεγέθη) αλλά και ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός δεν άφηναν περιθώρια στη δημοκρατία για πολλές δεκαετίες. Ο Ρόμπερτ B. Πράις (Καναδός πολιτικός, μαθητής του Κέυνς και δ/ντής του ΔΝΤ το 1971) παρατήρησε με θλίψη ότι λείπει η καλή θέληση, η πολιτικοποίηση και η συνεργασία μεταξύ των δημοκρατικών πολιτών. Μαζί με τον αμφισβητία του «κλασικού δόγματος» περί δημοκρατίας Γιόζεφ Σουμπέτερ παρατήρησαν ότι η δημοκρατία είχε υποβαθμιστεί σε μέσο παροχής υλικών ωφελημάτων στους πολίτες και δεν ήταν πια ο σκοπός. Η άποψη του Σουμπέτερ για τη δημοκρατία ήταν αυτή μιας διαδικασίας ανταγωνισμού μεταξύ ηγετών με στόχο την ψήφο των πολιτών. Ο λαός, οι πολίτες, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το «κοινό καλό» κι έτσι ήταν εύκολη η χειραγώγησή του από τους ηγέτες, οι οποίοι είναι αυτοί που καθορίζουν την πολιτική ημερήσια διάταξη. Αυτή η απαισιόδοξη άποψη άνοιξε το δρόμο για τη θεώρηση της δημοκρατίας με όρους αγοράς.

Στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ μια από τις συζητήσεις που φούντωσαν λόγω αυτής της απαισιόδοξης άποψης ήταν μεταξύ των ελιτίστικων και των πλουραλιστικών εκδοχών της δημοκρατίας. Η πρώτη, στηριζόμενη στην έννοια της ελίτ ως μιας κλειστής ομάδας που τα μέλη της διαθέτουν ειδικές γνώσεις και δεξιότητες ή/και πόρους, μέσω μιας σειράς στοχαστών και πολιτικών ηγετών έφτασε στο σημείο να υποστηρίζει πως (πρέπει να) υπάρχει ανισότητα από την άποψη της κοινωνικής και της πολιτικής ισχύος ανάμεσα στις ελίτ και στις μάζες. Ο Βιλφρέντο Παρέτο διέκρινε μεταξύ κυβερνωσών και μη-κυβερνωσών ελίτ και μεταξύ αυτών και της μάζας. Ξεκινώντας από αυτή τη διάκριση ο πρώην σοσιαλδημοκράτης Ρόμπερτ Μίκελς διατύπωσε τον «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας» για κάθε είδος οργάνωσης καθώς, κατ’ αυτόν, όταν μιλάμε για οργάνωση μιλάμε για ολιγαρχία, που για έναν άλλο στοχαστή, τον Μαξ Βέμπερ που η γραφειοκρατική ολιγαρχία, αλλά όπως τόνισε ο Γκαετάνο Μόσκα που προσπάθησε να συμβιβάσει τη θεωρία των ελίτ με μια περιορισμένης μορφής φιλελεύθερη δημοκρατία επινοώντας την έννοια της «κυκλοφορίας των ελίτ». Ξεχωριστή είναι η περίπτωση του Καρλ Μανχάιμ, ο οποίος αποδίδει την ύπαρξη περισσότερων ελίτ στις ολοένα και πιο πολύπλοκες κοινωνίες των μοντέρνων καιρών. Επομένως, καμία ελίτ δεν μπορεί εξ ολοκλήρου να κατευθύνει τις τύχες των κοινωνιών. Η πιο απαισιόδοξη από τις ελιτίστικες θεωρίες ήταν αυτή του Ορτέγκα Υ Γκασέτ που θεώρησε ως κίνδυνο για την (ελιτίστικη) δημοκρατία την «μετριοκρατία της μάζας» της οποίας απαγορεύει να γίνει κριτής μέσω της πολιτικής συμμετοχής.

Ένα μέρος από τους στοχαστές που ανέλαβαν να διερευνήσουν εμπειρικά και κριτικά αυτή την υπόθεση των ελιτιστών εξετάζουν τη διαστρωμάτωση της ισχύος, τις θέσεις και τη φήμη που απολαμβάνουν οι «προύχοντες» των τοπικών κοινοτήτων. Ένας από τους στοχαστές του οποίου η έρευνα προκάλεσε έντονη διαμάχη και πολυάριθμες νέες έρευνες αλλά και συνέβαλε στην πολιτική κριτική του συστήματος εξουσίας των ΗΠΑ ήταν ο Τσαρλς Ράιτ Μιλλς με το έργο του που έδειξε ότι η δημοκρατία είναι υποβαθμισμένη λόγω της κυριαρχίας των τριών ελίτ (οικονομική, πολιτική και στρατιωτική) που αλληλοσυνδέονται με την εξουσία. Ακυρώνεται, κατ’ αυτό τον τρόπο, η λειτουργία της δημοκρατίας ως άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας. Ο μαρξιστής Ραλφ Μίλιμπαντ χρησιμοποίησε σε γενικές γραμμές αυτή την ερευνητική λογική για να εξετάσει την περίπτωση των ελίτ της εξουσίας στο Η.Β. Η γενική μαρξιστική κριτική της θεωρίας των ελίτ τονίζει τον ταξικό χαρακτήρα της που αποτελεί μια μονόπλευρη και ανιστορική θεώρηση που δικαιολογεί την κυριαρχία της άρχουσας τάξης και των συμφερόντων της με την αναγόρευση της υποτιθέμενης «φύσης του ανθρώπου» και την τεχνοκρατική αντίληψη για την πολιτική, την κοινωνία και την οικονομία σε γενικούς κανόνες.
Η πλουραλιστική κριτική της «ελιτίστικης δημοκρατίας» πήρε άλλο δρόμο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη “Voting” του Μπέρναλντ Μπέρελσον (1954) ο οποίος ανέδειξε το «παράδοξο της δημοκρατίας», δηλαδή την αντίφαση της υπόθεσης των κλασικών θεωρητικών της δημοκρατίας με την πραγματικότητα, η οποία αντανακλάται στα ευρήματα των ερευνών πολιτικής συμπεριφοράς που αρχίζουν να ακμάζουν και δείχνει πως οι ψηφοφόροι δεν είναι ιδιαίτερα ενεργοί στο δημόσιο βίο αλλά, αντιθέτως, είναι απαθείς και αυτό παρά το γεγονός ότι το σύστημα λειτουργεί ακόμη και χωρίς την ενεργό συμμετοχή των πολιτών. Αυτή η έρευνα άνοιξε το δρόμο για την ανάπτυξη μιας εμπειρικής θεωρίας σχετικά με τη συμβατότητα της κυριαρχίας των ελίτ και της δημοκρατίας («δημοκρατικός ελιτισμός). Οι υπερασπιστές του τονίζουν οι ελίτ διαθέτουν τη σοφία κι επιλέγουν σωστά στο όνομα των μαζών, δηλαδή του κοινωνικού συνόλου. Όμως, εδώ υπάρχει αντίφαση, καθ’ όσον οι ελίτ είναι κλειστές και λόγω των ιδιαίτερων συμφερόντων τους τα οποία προασπίζουν. Επίσης υποστηρίζουν ότι οι ελίτ δεν αποτελούν κίνδυνο για τη δημοκρατία επειδή είναι πολλές και εναλλάσσονται στην εξουσία και για να πετύχουν κάτι πρέπει να έρχονται σε διαπραγματεύσεις και να συνεργάζονται μεταξύ τους με αποτέλεσμα καμία να μην αυτονομείται ιδιαίτερα από τις άλλες. Οι υποστηρικτές του «δημοκρατικού ελιτισμού» και των «υπεύθυνων ελίτ» που στο φινάλε λογοδοτούν στο λαό και στις μη κυβερνώσες ελίτ μέσω των εκλογών αφαιρούν από την οπτική τους γωνία την εγγενή στο σύστημα χρονοκαθυστέρηση, δηλαδή το ότι τα τετελεσμένα γεγονότα επιφέρουν συχνά αρνητικές συνέπειες που δεν είναι πάντα αντιστρέψιμες (π.χ. ασφαλιστικό και εργασιακό νομοσχέδιο καθ’ υπαγόρευση ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ) στο χρονικό διάστημα μέχρι την επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Αλλά και η ατομικιστική φιλελεύθερη δημοκρατική θεωρία απέρριψε τον «δημοκρατικό ελιτισμό» επειδή θεωρεί την πλειοψηφία των πολιών ως παθητικούς καταναλωτές που δεν είναι ικανοί να κρίνουν, να ασκήσουν εξουσία και είναι απαθείς. Σε σειρά ερευνών το εύρημα είναι κοινό: ως επί το πλείστον απαθείς ψηφοφόροι βρίσκονται μεταξύ των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων που δεν αντιλαμβάνονται ότι υπάρχουν εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις.

Έτσι, είναι οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που επιδέχονται βελτιώσεις, μεταρρύθμιση και ανατρεπτικό μετασχηματισμό και όχι η έννοια και η πολιτική της δημοκρατίας. Ο ελιτισμός χρησιμοποιεί τη δημοκρατία ως μέσο και όχι ως σκοπό. Αρνείται την πολιτική ισότητα και αποδέχεται την ανισότητα δύναμης και εξουσίας ως κάτι το «φυσικό». Κάθε απόπειρα αλλαγής των ισορροπιών θεωρείται ασύνετη. Οι υποστηρικτές της θεωρίας της «πλουραλιστικής δημοκρατίας» ή «πολυαρχίας» που αναπτύχθηκε σε αντιπαράθεση με τον ελιτισμό φέρνουν ως παράδειγμα το καθεστώς των ΗΠΑ κατά τον 20ό αιώνα. «Πολυαρχία» είναι η διακυβέρνηση από μια σειρά μειοψηφιών, από τις οποίες άλλες είναι ιδιοτελείς και άλλες δρουν προς όφελος του «κοινού καλού» αλλά όλες τους αποδέχονται την καθιερωμένη μορφή άσκησης πολιτικής και οι προτάσεις τους για την ακολουθητέα πολιτική παραμένουν στο πλαίσιο της συναίνεσης και του συστήματος. Γι’ αυτό ο πλουραλισμός δεν μπορεί να εξηγήσει την πραγματικότητα καθώς στην κλασική του μορφή δεν αποδέχεται την ύπαρξη μη επανορθώσιμων ανισοτήτων. Όποιες προσωρινές ανισότητες υπάρχουν τελικά εξαλείφονται μέσα από την συνεργασία.

Η πιο ουσιαστική κριτική των υπαρχουσών θεωριών για τη δημοκρατία προήλθε από το χώρο της «ριζοσπαστικής δημοκρατίας». Ο πρώτος θεωρητικός της ήταν ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ που υποστήριζε πως ο αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας της φιλελεύθερης δημοκρατίας καθιστούσε τους πολίτες ελάχιστα πιο ελεύθερους από τους δούλους και ασκούσε σκληρή κριτική στο βρετανικό κοινοβουλευτισμό: «Ο λαός της Αγγλίας θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο, όμως κάνει τεράστιο λάθος.» Κορυφαία μορφή της ριζοσπαστικής δημοκρατίας είναι η «άμεση δημοκρατία» στα πλαίσια της οποίας ο καθένας και η καθεμιά θα μπορεί να αυτοεκπροσωπείται. Στην άμεση δημοκρατία όπου οι πολίτες έρχονται αντιμέτωποι με το Νόμο στην ουσία έρχονται αντιμέτωποι με τους νόμους που οι ίδιοι έχουν ελεύθερα δημιουργήσει. Οι φιλελεύθεροι ειρωνεύτηκαν και αντιπάλεψαν αυτή τη θέση, θεωρώντας ότι εξαναγκαζόμενος ο πολίτης να υπακούει στο νόμο εξαναγκάζεται να είναι ελεύθερος. Ο Ρουσσώ κατηγορήθηκε ότι άνοιξε το δρόμο για τον «ολοκληρωτισμό», ειδικά όταν πρότεινε την ύπαρξη ενός Νομοθέτη που θα εισηγείται προς το σύνολο των πολιτών να υιοθετήσουν ή να απορρίψουν την πρόταση νόμου του. Ακόμη χειρότερα, όταν εισηγείται στους πολίτες να μ ην εκφράζουν υα ιδιοτελή τους συμφέροντα και να εκφράζουν τη Γενική Βούληση. Στον 20ό αιώνα η άμεση δημοκρατία τέθηκε στο επίκεντρο αρκετές φορές σε διαφορετικές καταστάσεις. Στην Ελβετία των Καντονιών και στις ΗΠΑ τίθενται σε ισχύ δημοψηφισματικές διαδικασίες για την απόφαση σε τοπικά ή εθνικά ζητήματα. Στην Σοβιετική Επανάσταση εκφράστηκε με τη λειτουργία των σοβιέτ εργατών, αγροτών και στρατιωτών αλλά γρήγορα η κομματικο-κρατική γραφειοκρατία υφάρπαξε όλες τις εξουσίες των σοβιέτ καταστέλλοντας κάθε ιδέα και πράξη άμεσης δημοκρατίας. Η δεκαετία του 1960-1970 είδε την παγκόσμια εξέγερση της νεολαίας και τη Νέα Αριστερά να θέτουν εκ νέου το αίτημα της άμεσης δημοκρατίας με ιδιαίτερη αναφορά στις γενικές συνελεύσεων των εργατών των επιχειρήσεων και την αυτοδιαχείριση. Προσπαθώντας να δείξει τόσο τις θετικές όσο και τις αρνητικές διαστάσεις της άμεσης δημοκρατίας, τις δυνατότητες αλλά και τους περιορισμούς και τους κινδύνους, ο Νίκος Πουλαντζάς πρότεινε τη συνύπαρξη θεσμών άμεσης και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στο πλαίσιο μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας που θα ήταν ριζικά διαφορετική από το μοντέλο του σταλινικού «υπαρκτού σοσιαλισμού» που στην ουσία ήταν ένα κρατικός καπιταλισμός με πραγματικά δικτατορικό πολιτικό καθεστώς. Η άμεση δημοκρατία είναι συνυφασμένη με την ελευθερία. Εξάλλου η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε έγκαιρα προειδοποιήσει τον Λένιν, τον Τρότσκι και τους Μπολσεβίκους επαναστάτες: «Ελευθερία μόνα για τα μέλη της κυβέρνησης, μόνο για τα μέλη του Κόμματος – αν και είναι πολυάριθμα – δεν είναι καθόλου ελευθερία. Η ελευθερία είναι ελευθερία γι αυτούς που σκέφτονται διαφορετικά. Η ουσία της πολιτικής ελευθερίας δεν εξαρτάται από τους φανατικούς της “δικαιοσύνης”, αλλά μάλλον στις αναζωογονητικές, ευεργετικές και καθαρτικές πράξεις αυτών που σκέπτονται διαφορετικά. Αν η “ελευθερία” γίνει “προνόμιο”, η λειτουργία της πολιτικής ελευθερίας σπάει.»

Θανάσης Τσακίρης

Οι πολιτικές νεολαίες ως παράμετρος της κρίσης (του Σπύρου Ρουσσάκη)

Οι πολιτικές νεολαίες ως παράμετρος της κρίσης

του Σπύρου Ρουσσάκη*

Θεσμική εκτροπή με ευθύνη της Νέας Δημοκρατίας

Είδηση από το www.in.gr

Διακόπηκαν αιφνιδιαστικά οι εργασίες της τρέχουσας Συνόδου της Βουλής. Έπειτα από αυτήν την εξέλιξη παραγράφονται όλες οι υποθέσεις τις οποίες η αντιπολίτευση ζητούσε να έρθουν στη Βουλή και αφορούσαν στην πρώτη τετραετία της κυβέρνησης.

Από την κυβέρνηση προβλήθηκε επισήμως το επιχείρημα των ευρωεκλογών. Στα κόμματα όμως επικράτησε αναστάτωση, καθώς δεν υπήρξε καμία προειδοποίηση και αντέδρασαν εντονότατα, κάνοντας λόγο για πρωτοφανή ενέργεια, θεσμική εκτροπή και επιλογή συγκάλυψης.

Παράλληλα στα κομματικά επιτελεία επικρατεί συναγερμός, καθώς το Σάββατο συνεδριάζει στη Θεσσαλονίκη η Κεντρική Επιτροπή της ΝΔ, υπό τον πρωθυπουργό. Την ίδια ημέρα στην Αθήνα συνεδριάζει το Εθνικό Συμβούλιο του ΠΑΣΟΚ υπό τον Γ.Παπανδρέου. Ο ΣΥΡΙΖΑ συγκαλεί έκτακτη συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής του Ομάδας με θέμα τις πολιτικές εξελίξεις.

Χαρακτηριστικό του αιφνιδιαστικού χαρακτήρα της διακοπής των εργασιών της Βουλής είναι ότι είχε ανακοινωθεί το πρόγραμμα της επόμενης εβδομάδας στη Βουλή, ενώ τίποτα δεν ειπώθηκε το πρωί, κατά την προ ημερησίας διάταξης συζήτηση στη Βουλή σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών.

«Ο πρωθυπουργός κ. Κ.Καραμανλής με ενημέρωσε ότι, σήμερα το απόγευμα, υπεγράφη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Κάρολο Παπούλια το διάταγμα λήξης των εργασιών της Β’ Τακτικής Συνόδου της ΙΒ’ Περιόδου της Βουλής, από αύριο 9 Μαΐου, λόγω των Ευρωεκλογών. Άμεσα ενημέρωσα τα Κόμματα περί τούτου» ανακοίνωσε ο πρόεδρος της Βουλής κ. Δ.Σιούφας.

Έπειτα από αυτήν την εξέλιξη, το Κοινοβούλιο θα επαναλάβει τις εργασίες του μετά τις ευρωεκλογές, με τα θερινά τμήματα -όχι την Ολομέλεια.

Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κ. Γ.Παπανδρέου μίλησε για «ουσιατσική θεσμική εκτροπή» και πρόσθεσε ότι η «κυβέρνηση Καραμανλή θα μείνει στην ιστορία ως η κυβέρνηση της συγκάλυψης, της παραγραφής και της παραβίασης της θεσμικής τάξης».

Το ΚΚΕ τόνισε ότι «το αιφνιδιαστικό κλείσιμο της Βουλής αφορά είτε στην παραγραφή των σκανδάλων είτε κρύβει άλλες σκοπιμότητες, είτε και τα δύο».

Από το ΣΥΡΙΖΑ ο κ. Φ.Κουβέλης μίλησε επίσης για «πρωτοφανή ενέργεια, η οποία συνιστά θεσμική εκτροπή», προσθέτοντας ότι «είναι προφανής η επιλογή συγκάλυψης όλων αυτών των υποθέσεων που βρίσκονται σε εκκρεμότητα».

Από την πλευρά του ΛΑΟΣ, ο κ. Κ.Βελόπουλος σημείωσε ότι δεν εισακούστηκε το αίτημα του κόμματος να παραμείνει η Βουλή ανοικτή και υπογράμμισε: «Αυτό σημαίνει πολλά, αυτό σημαίνει κουκούλωμα».

Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος, η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την αρμοδιότητά της για άσκηση δίωξης κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της κυβέρνησης ή υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους «μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος».

Άρθρο 86 του Ελληνικού Συντάγματος για τη δίωξη μελών της κυβέρνησης και για το ειδικό δικαστήριο

Άρθρο 86 – (Δίωξη κατά μελών της Κυβέρνησης, Ειδικό Δικαστήριο)
1. Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων.
2. Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής κατά την παράγραφο
3. Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση. 3. Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Oλομέλεια της Βουλής η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος. Με τη διαδικασία και την πλειοψηφία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής η Βουλή μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφασή της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία.
4. Αρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι, ως ανώτατο δικαστήριο, Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και επτά μέλη του Αρείου Πάγου. Τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου κληρώνονται, μετά την άσκηση δίωξης, από τον Πρόεδρο της Βουλής σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής, μεταξύ των μελών των δύο ανώτατων αυτών δικαστηρίων, που έχουν διορισθεί ή προαχθεί στο βαθμό που κατέχουν πριν από την υποβολή πρότασης για άσκηση δίωξης. Του Ειδικού Δικαστηρίου προεδρεύει ο ανώτερος σε βαθμό από τα μέλη του Αρείου Πάγου που κληρώθηκαν και μεταξύ ομοιόβαθμων ο αρχαιότερος. Στο πλαίσιο του Ειδικού Δικαστηρίου της παραγράφου αυτής λειτουργεί Δικαστικό Συμβούλιο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από δύο μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και τρία μέλη του Αρείου Πάγου. Τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου δεν μπορεί να είναι και μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου. Με απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου ορίζεται ένα από τα μέλη του που ανήκει στον ’ρειο Πάγο ως ανακριτής. Η προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος. Καθήκοντα εισαγγελέα στο Ειδικό Δικαστήριο και στο Δικαστικό Συμβούλιο της παραγράφου αυτής ασκεί μέλος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου που κληρώνεται μαζί με τον αναπληρωτή του. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου ενώ το δεύτερο εδάφιο και για τον εισαγγελέα. Σε περίπτωση παραπομπής προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι, όπως νόμος ορίζει.
5. Αν για οποιονδήποτε άλλο λόγο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η παραγραφή, δεν περατωθεί η διαδικασία που αφορά δίωξη κατά προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, η Βουλή μπορεί, ύστερα από αίτηση του ίδιου ή των κληρονόμων του, να συστήσει ειδική επιτροπή στην οποία μπορούν να μετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί για τον έλεγχο της κατηγορίας.

Τι είναι Κοινωνιολογία;

Τι είναι Κοινωνιολογία;
(του Θανάση Τσακίρη)

Η επιστήμη της κοινωνιολογίας είναι η συστηματική, αναλυτική ή αφηρημένη, στοχαστική μελέτη της ανθρώπινης κοινωνίας. Η θεμελιώδης αφετηρία της είναι η σχέση ατόμου και κοινωνίας. Αυτή η σχέση τίθεται στο επίκεντρο της κοινωνιολογικής στοχαστικής δραστηριότητας που μας βοηθάει να ξεφύγουμε από την αίσθηση την οποία έχουμε συχνά και που μας εμποδίζει να δούμε τα πράγματα με «άλλο μάτι» από αυτό της εντελώς «κοινής λογικής». Μας βοηθάει να συλλάβουμε τη «μεγάλη εικόνα» των δομών και των θεσμών τόσο στο παρόν όσο και στο ιστορικό παρελθόν της κοινωνίας και να στοχαστούμε σχετικά με πιθανές εναλλακτικές κοινωνικές μορφές του μέλλοντος. Μας βοηθάει, επίσης, να σχηματίσουμε μια υψηλής ευκρίνειας εικόνα του μικρού τοπίου της καθημερινότητάς μας, αναδεικνύοντας καθαρότερα τις διαδικασίες και τις σχέσεις που τη διέπουν και την καθορίζουν. Όμως, μας υποδεικνύει τρόπου δράσης, υπενθυμίζοντάς μας ότι εμείς οι άνθρωποι είμαστε που με τις δικές μας ενέργειες δημιουργούμε, μετασχηματίζουμε ή αλλάζουμε ριζικά τις κοινωνίες μας, τις δομές και τους θεσμούς της καθώς και την καθημερινή ζωή μας. Είμαστε μεν τα υποκείμενα της δράσης, αλλά ταυτόχρονα είμαστε υποκείμενα ενταγμένα σε μια δεδομένη ιστορική φάση σε μια κοινωνική ομάδα με βάση ορισμένα χαρακτηριστικά μας, όπως η τάξη, το φύλο, η εθνότητα, η φυλή, η κουλτούρα και ο πολιτισμός μας.
Για να ξεφύγουμε, λοιπόν, από την «πεζή» καθημερινότητά μας με τις καθιερωμένες, και συχνά παγιωμένες και στατικές, οπτικές γωνίες και να δούμε τα πράγματα με «άλλο μάτι», χρειάζεται να διαθέτουμε ή να μάθουμε πώς να την αποκτήσουμε, την «κοινωνιολογική φαντασία». Το καθήκον μας, λοιπόν, για να τιμήσουμε την ιδιότητά μας ως κοινωνικοί επιστήμονες, είναι να βοηθήσουμε «ώστε οι άνθρωποι να καταστούν ικανοί να συλλάβουν τις σχέσεις μεταξύ των ιδίων και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η κοινωνία τους. Η κοινωνιολογική φαντασία μας καθιστά ικανούς να συλλάβουμε την ιστορία και τη βιογραφία και τις μεταξύ τους σχέσεις στην κοινωνία.»
Όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται εκ πρώτης όψεως. Έχουν διατυπωθεί αρκετοί ορισμοί για το τι είναι «κοινωνιολογία» μεταξύ των οποίων οι παρακάτω:
1. Κοινωνιολογία είναι η επιστήμη που μελετά (ως πραγματικά κοινωνικά φαινόμενα) την κοινωνική συμπεριφορά και την κοινωνική δράση.
2. Κοινωνιολογία είναι η επιστήμη που μελετά: α) την συγκρότηση, τη λειτουργία και το μετασχηματισμό των κοινωνικών συνόλων (ομάδες, χωριά, πόλεις, κοινωνίες και β) τις προϋποθέσεις και τις συνέπειες της εμφάνισης, της μεταβολής και της έκλειψης των κοινωνικών σχέσεων.
3. Κοινωνιολογία είναι η επιστημονική μελέτη των ομαδικών διαδικασιών και δομών (οργανωτικά πρότυπα) και τις κοινωνικές και πολιτιστικές αιτίες και συνέπειες αυτών των διαδικασιών και δομών.
Τι είναι κοινωνία;
Εκτός αυτών θα πρέπει να ορίσουμε τον όρο «κοινωνία». Κοινωνία, λοιπόν, είναι σύμφωνα με μία άποψη, «ένα σύστημα κοινωνικής διάδρασης/αλληλεπίδρασης που περιλαμβάνει τόσο την κουλτούρα όσο και την κοινωνική οργάνωση.» Το σύστημα αποτελεί μία σύναξη οντοτήτων/αντικειμένων, πραγματικών ή αφηρημένων, που αποτελούν ένα σύνολο μεταξύ τους με το κάθε στοιχείο να αλληλεπιδρά ή να συσχετίζεται με τουλάχιστον ένα ακόμη στοιχείο. Κάθε αντικείμενο που δεν έχει συσχέτιση με κάποιο άλλο στοιχείο του συστήματος, δεν αποτελεί στοιχείο του συστήματος. Ένα υποσύστημα είναι τότε ένα σύνολο στοιχείων, που αποτελεί ένα σύστημα από μόνο του, και ένα μέρος του όλου συστήματος. Στο πλαίσιο, λοιπόν, μιας κοινωνίας οι άνθρωποι έχουν μια κοινή κουλτούρα, ακόμη και αν στο εσωτερικό της υπάρχει μεγάλη ποικιλία πολιτιστικών διαιρέσεων. Σε μια κοινωνία, οι άνθρωποι που είναι μέλη της θεωρούν τους εαυτούς τους ιδιαίτερους και ξεχωριστούς σε σχέση με μέλη άλλων κοινωνιών, διατηρούν δεσμούς διάδρασης και έχουν υψηλό βαθμό αλληλεξάρτησης.
Ο ορισμός αυτός δεν είναι μοναδικός. Θα μπορούσε να οριστεί και ως «ένα καθολικό, αυτοτελές και οργανωμένο σύνολο ανθρώπων που έχει συνείδηση της ιδιαίτερης υπόστασής του και συνέχεια στο χρόνο.» Η εδαφικότητα, ο έλεγχος δηλαδή μιας περιοχής, δεν αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έννοιας της κοινωνίας στην οποία περιλαμβάνονται και νομαδικά σύνολα κτηνοτρόφων, περιφερόμενων ομάδων Ρομά κ.α. «Η κοινωνία είναι η εμπεριέχουσα (και γι’ αυτό καθολική) κοινωνική πραγματικότητα. Όλες οι άλλες μορφές συλλογικής υπόστασης (κοινότητες, ομάδες κλπ.) είναι περιεχόμενες και δεν υπάρχουν έξω από αυτήν.»
Ένας ακόμη ορισμός που έχει δοθεί είναι αυτός που ορίζει την κοινωνία ως ένα κοινωνικό δεσμό θεμελιώνεται στην κοινή λογική βούληση όσων δρουν με αμοιβαία επιδιωκόμενους σκοπούς και πρέπει να ρυθμίσουν ανάλογα τις μεταξύ τους σχέσεις. Τα κοινωνικά σύνολο αυτού του τύπου χαρακτηρίζονται από τυπικές, έμμεσες και συμβατικές σχέσεις, ορθολογισμό και συλλογικότητα Αυτή η έννοια της κοινωνίας, όμως, αναφέρεται κυρίως στις πόλεις, το κράτος και τις εταιρείες και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εμπορικός δεσμός. Είναι, λοιπόν, μερικότερη έννοια σε σχέση με την κοινωνία, όπως την ορίσαμε στην αρχή.
Τέλος, μια πιο συνοπτική εκδοχή ορίζει την κοινωνία ως «σύμπλεγμα, ένα σύστημα θεσμοποιημένων τρόπων συμπεριφοράς (π.χ. γλώσσα).»
Σύμφωνα με τους περισσότερους από τους παραπάνω ορισμούς, που είναι οι κλασικοί, η κοινωνία είναι μια ολότητα, ένα ενιαίο σύνολο, όσες και αν είναι οι εσωτερικές διαιρέσεις, αντιθέσεις και αντιφάσεις της. Αυτή είναι λεγόμενη «μονιστική» (unitary) προσέγγιση.
Οι πρώτοι κοινωνιολόγοι του 19ου αιώνα έβλεπαν μπροστά στα μάτια τους να λαμβάνουν χώρα συγκλονιστικές, κοσμογονικές ιστορικές αλλαγές και επιδόθηκαν σε αγωνιώδεις προσπάθειες να τις εξηγήσουν. Κάθε κοινωνιολόγος έδινε τη δική του εξήγηση για τις αλλαγές αυτές στις οποίες υποβαλλόταν η ενιαία κοινωνία.
Με τις αλλαγές που διαδραματίζονταν γεννιόταν με ραγδαίους ρυθμούς μια νέα κοινωνία που ονομαζόταν «μοντέρνα» ή «νεωτερική».Τα κύρια χαρακτηριστικά της νέας κοινωνίας ήταν εντελώς διαφορετικά από αυτά της «πρωτόγονης» ή «παλαιάς» κοινωνίας, όπως δείχνει ο ακόλουθος πίνακας:

Πρωτόγονη Μοντέρνα
Φεουδαρχία Καπιταλισμός
Γεωργική Βιομηχανική
Αγροτική Αστική
Απλή Σύνθετη
Θρησκευτική Κοσμική
Πίστη Επιστήμη
Προλήψεις Ορθολογική σκέψη
Παράδοση Πρόοδος

Όσο περνούσαν τα χρόνια και οι δεκαετίες και ο βιομηχανικός κόσμος για πολλούς και διάφορους λόγους, παρήκμαζε, άρχιζαν να διατυπώνονται νέες προσεγγίσεις που αμφισβητούσαν την εξηγητική επάρκεια της «μονιστικής». Πρώτα εμφανίστηκαν οι «πλουραλιστικές» προσεγγίσεις. Αυτές αναπαριστούσαν τις σύγχρονες κοινωνίες ως μωσαϊκά πολλών ανταγωνιζόμενων μεταξύ τους κόσμων. Η δύναμη και η εξουσία διαχέονταν σε ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών θέσεων. Αυτές οι προσεγγίσεις έθεταν στους κοινωνιολόγους το καθήκον της ανακάλυψης όλων αυτών των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων που είτε από μόνες τους είτε από κοινού και σε συντονισμό με άλλες ομάδες προστατεύουν έναντι τρίτων ή προωθούν τα δικά τους συμφέροντα. Με τη λέξη συμφέρον εννοούμε μια κατάσταση «που φέρνει κέρδος ή που θίγει κάποιον ή κάτι» . Μπορεί επίσης να είναι δικαίωμα, τίτλος, ή νόμιμο μερίδιο σε κάτι. Ενδέχεται να είναι η ανάμειξη ή ένα νόμιμο δικαίωμα, που συνήθως σχετίζεται μια εργασία, μια επιχείρηση ή με περιουσία. Τέλος, έννομο συμφέρον είναι το ιδιαίτερο ενδιαφέρον ή αντικείμενο διακύβευσης για τη διατήρηση – ή για την επίδραση σ’ αυτήν – μιας κατάστασης, μιας διευθέτησης ή δράσης. Πρόκειται για τη διατήρηση ενός νόμιμου δικαιώματος για παρούσα ή μελλοντική άσκηση (π.χ. το συμφέρον ενός εργαζομένου σύμφωνα με ένα πρόγραμμα συνταξιοδότησης).
Ακόμη πιο πρόσφατα, στα τέλη του 20ού αιώνα, αναπτύχθηκαν οι θεωρίες περί «μεταμοντέρνας» κοινωνίας. Αν στην εποχή της «πρωτόγονης» ή «παλαιάς» κοινωνίας αλλά και της «μοντέρνας» υπήρχε μια βασική αρχή που ήταν η σχεδόν μοναδική που οργάνωνε την κοινωνία και την κρατούσε ενιαία, στις λεγόμενες «μεταμοντέρνες» δεν κυριαρχεί μια καθοριστική αρχή αλλά το «χάος», η δε ύπαρξή μας ως ανθρώπων είναι ενδεχόμενη και απρόοπτη αλλά και εξαρτώμενη από το τυχαίο. Η κοινωνία μας είναι πολύπλοκη και κατακερματισμένη. Εκεί που νομίζαμε πως διαθέταμε μόνο μία ταυτότητα (π.χ. εργάτης) αντιλαμβανόμαστε ότι έχουμε πολλές και αντικρουόμενες γιατί ανήκουμε σε ποικίλες ομάδες, είμαστε δηλαδή λευκοί ή αφροαμερικανοί, άνδρες ή γυναίκες, επιστήμονες ή χούλιγκανς, ροκάδες ή ρεμπετόβιοι, ψηφοφόροι της δεξιάς ή αναρχοαυτόνομοι, σκακιστές ή σινεφίλ και πάει λέγοντας. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τις «μοντέρνες» κοινωνίες, οι «μεταμοντέρνες έχουν τα παρακάτω χαρακτηριστικά:

Μοντέρνα Μεταμοντέρνα
Καπιταλισμός Μετα-καπιταλισμός
Βιομηχανική Μετα-βιομηχανική
Αστική Παγκόσμια
Σύνθετη Κατακερματισμένη
Κοσμική Πλουραλιστική
Γνώση Σχετικότητα
Επιστημονικά γεγονότα Πεποιθήσεις (Beliefs)
Αλήθειες Τυχαιότητες (Contingencies)

Όλα αυτά δε σημαίνουν ότι οι κοινωνιολόγοι σταμάτησαν να ασχολούνται με τις δομές, τη δύναμη και την εξουσία, με τους θεσμούς και την αναζήτηση σταθερών σημείων αναφοράς. Απεναντίας, αλλάζοντας συχνά τα πεδία ή/και τις μεθόδους διατηρούν και διευρύνουν τις παλιότερες θεματικές. Μελετούν τις κοινωνίες υπό το πρίσμα ευρύτερων εμπειριών που πηγάζουν από την τάξη, το κοινωνικό φύλο (gender), τη φυλή, την εθνότητα, την ηλικία, τη σεξουαλικότητα, την οικολογική διάσταση, την αναπηρία κλπ. Ασχολούνται, βεβαίως, πάντα με τις σχέσεις δύναμης και εξουσίας που πηγάζουν από αυτές τις διευρυμένες εμπειρίες.

Οι κοινωνιολογίες

Η επιστήμη της κοινωνιολογίας υποδιαιρείται σε επιμέρους κλάδους ανάλογα με τις κοινωνικές ομάδες και κατηγορίες κοινωνικών δομών που κάθε κλάδος «θεραπεύει». Παραδείγματος χάριν:
• Κοινωνιολογία της Εργασίας
• Κοινωνιολογία της Οικογένειας
• Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης
• Κοινωνιολογία της Επικοινωνίας και των ΜΜΕ
• Πολιτική Κοινωνιολογία (ασχολείται με την εξουσία, τα πολιτικά κόμματα, τα εργατικά συνδικάτα κλπ.)
• Εκλογική Κοινωνιολογία
• Κοινωνιολογία της Κοινοτικής Οργάνωσης
• Κοινωνιολογία του Στρατού
• Κοινωνιολογία του Αθλητισμού
• Κοινωνιολογία του Εγκλήματος
• Συλλογική Συμπεριφορά
• Κοινωνιολογία των Κοινωνικών Κινημάτων
• Κοινωνιολογία της Μόδας
• Κοινωνιολογία της Υγείας
• Κοινωνιολογία της Τέχνης
• Κοινωνική Διαστρωμάτωση και Κοινωνική Αλλαγή

Ουσιαστικά η κοινωνιολογία ως επιστήμη και ως ακαδημαϊκός κλάδος ξεκινά τη σύγχρονη παρουσία της με το έργο του Αύγουστου Κοντ (Auguste Comte, 1798-1857). O Kont δεν ήταν μόνο ο θεμελιωτής της κοινωνιολογίας και αυτός που καθιέρωσε τον όρο αλλά και ο ιδρυτής της λεγόμενης σχολής του «θετικισμού». Στηριζόμενος σε προγενέστερες μελέτες Σκωτσέζων και Γάλλων φιλοσόφων και οικονομολόγων του Διαφωτισμού, ο Κοντ υποστήριξε ότι δεν επαρκεί η έρευνα για την ανθρώπινη φύση αν θέλουμε να επιτύχουμε τάξη και πρόοδο στην ανθρώπινη κοινωνία. Αντιθέτως, χρειαζόμαστε επιστημονικά πειράματα και ανάλυση των κοινωνικών γεγονότων. Παλιότερες συζητήσεις περί κοινωνικής διαφοροποίησης, κοινωνικής ανισότητας και κοινωνικών συγκρούσεων είχαν λάβει χώρα και στο παρελθόν, από την αρχαία Ελλάδα ως τις απαρχές της Ευρωπαϊκής Αναγέννησης. Όμως, επρόκειτο για σκόρπιες και μη συστηματικές φιλοσοφικές ενατενίσεις. Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, όμως, η κοινωνική μεταβολή επιταχυνόταν και εμφανίζονταν τα μύρια όσα κοινωνικά προβλήματα που απειλούσαν εκατομμύρια ανθρώπων στον πλανήτη (Παγκόσμιο Πόλεμος, μαζική μετανάστευση και προσφυγιά, φτώχεια, ανεργία, εγκληματικότητα, μαζική παραβατικότητα κ.α.). Τότε η κοινωνιολογία άρχισε να αποκτά επιστημονικό κύρος και υπόσταση γιατί υποσχόταν να αναζητήσει ορθολογικές λύσεις στα κοινωνικά προβλήματα. Η αστικοποίηση, η εκβιομηχάνιση, οι επαναστάσεις που βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη, ιδίως η Γαλλική (1789) και η Αμερικανική (1776) που έφεραν τα πάνω κάτω γκρεμίζοντας τα «αρχαία καθεστώτα» άνοιγαν τους δρόμους για νέους κόσμους. Μαζί τους, όμως, εμφανίστηκαν νέα δεινά. Στις μεγαλουπόλεις οι διωγμένοι από τα χωριά τους εξαθλιωμένοι αγρότες σπρώχνονταν στα εργοστάσια χωρίς καμία άλλη φροντίδα εκτός από ένα πολύ χαμηλό μεροκάματο ίσα-ίσα για να αναπαράγεται η εργατική δύναμη, γυναίκες και ανήλικα παιδιά επιστρατεύονταν για να δουλεύουν στις άθλιες βιομηχανίες, το μικροέγκλημα αποκτούσε μαζικές διαστάσεις (πορνεία, ληστείες κλπ.). Οι νέοι πληθυσμοί των πόλεων δεν διέθεταν τις κοινωνικές σχέσεις της αγροτικής κοινωνίας και δεν ελέγχονταν από τις παραδοσιακές εξουσίες (άρχοντας, ιερέας, στρατιωτικοί). Οι παλιές θρησκευτικές κοινότητες κατέρρεαν και οι ηθικές δεσμεύσεις εξαφανίζονταν, χωρίς να υπάρχει καινούργια καθοδήγηση στο νέο κόσμο. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός δεν φαινόταν ότι αποτελούσε διέξοδο για τις στερημένες ομάδες του πληθυσμού που δεν είχαν ούτε Θεία Πρόνοια ούτε Κρατική Φροντίδα για να βρουν αποκούμπι και κάποια προοπτική κοινωνικής ανόδου. Οι κοινωνίες που περιέγραφε ο Κάρολος Ντίκενς ήταν εφιαλτικές. Έτσι οι κοινωνιολόγοι στρώθηκαν στη δουλειά για να βοηθήσουν στην εξήγηση του κόσμου που τους περιβάλλει, να βρουν τις κοινωνικές αιτίες της δυστυχίας και να προτείνουν λύσεις στα προβλήματα.

Σε μια τέτοια εποχή, οι κοινωνιολόγοι δημιούργησαν νέες θεωρίες για τη σχέση ατόμου και κοινωνίας. Η συζήτηση της εποχής γίνονταν στο φόντο του «νεωτερικού» σχεδίου για την κοινωνία.: Η νεωτερικότητα αφορά μια ξεχωριστή θέση όσον αφορά το χαρακτήρα το χαρακτήρα της γνώσης και το ρόλο που μπορεί να παίξει στις ζωές των ανθρωπίνων όντων και των κοινωνιών. Οι νεωτεριστές είναι στρατευμένοι στην ιδέα ότι είναι δυνατή η απόκτηση ορθολογικής, έγκυρης, σωρευτικής γνώσης των κοινωνιών, η κατασκευή βάσει αυτής θεωριών μέσω των οποίων μπορούν να αναπαρασταθούν και να εξηγηθούν, και ότι οι ανταγωνιζόμενες θεωρίες ή αφηγήσεις μπορούν να αξιολογούνται με την επίκληση της λογικής και με τη δοκιμή των ισχυρισμών τους – δηλαδή, ότι μια συγκεκριμένη θεωρία ή αφήγηση μπορεί να είναι ‘σωστή’. Όμως, ο μοντερνισμός αφορά την ιδέα της προόδου μέσω της γνώσης, ότι η συσσώρευση γνώσεων μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη χειραφέτηση των ανθρώπων, για τον εμπλουτισμό της ζωής τους, για τη βελτίωση της κοινωνίας και της ανθρωπότητας γενικώς, για την επίτευξη της προόδου κι ενός καλύτερου μέλλοντος.

Η συζήτηση μετά από αυτό το σημείο μπορεί κάλλιστα να μετεξελίσσεται σε πνευματική και θεωρητική διαμάχη και σύγκρουση πάνω σε κοινωνικά προβλήματα και τις προτεινόμενες λύσεις, γιατί η κοινωνιολογία αποκτά χαρακτήρα δυναμικής κοινωνικής επιστήμης, όπου οι κοινωνιολόγοι συνεχώς ερμηνεύουν και επανερμηνεύουν τον κοινωνικό κόσμο προτείνοντας ολοένα και νεώτερες θεωρίες και ακόμη πιο νέες και πρωτότυπες λύσεις.

Τι κατέρρευσε το 1989;

ΤΙ ΚΑΤΕΡΡΕΥΣΕ ΤΟ 1989;

ΤΙ ΚΑΤΕΡΡΕΥΣΕ ΤΟ 1989;

Η ιστορία είναι πανούργα και καπριτσόζα. Η Σοβιετική Ένωση που σταμάτησε το Ναζισμό στο Στάλινγκραντ και τον έστειλε στα «χρονοντούλαπα» της ιστορίας, σήμερα αντιμετωπίζει το εθνικοσοσιαλισμό ως ένα ενδεχόμενο της προοπτικής της. Ο Πούτιν και η νεολαία του που ονομάζεται NASHI δημιουργούν αυτή την προοπτική. Πώς έφτασαν τα πράγματα ως εδώ; Τι ήταν αυτό που κατέρρευσε πριν από 20 χρόνια, το 1989, και άνοιξε το δρόμο για το εθνικιστικό Πουτινικό κράτος;

Διατυπώθηκαν πολλές θεωρίες για την ΕΣΣΔ και τους δορυφόρους της. Άλλοι την αποκάλεσαν «εκφυλισμένο εργατικό κράτος» γιατί δεν είχε λάβει χώρα παλινόρθωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ενώ ο οικονομικός προγραμματισμός και η εθνικοποιημένη βιομηχανία ήταν ακόμη σε εφαρμογή. Όμως, το κράτος βρισκόταν υπό τον έλεγχο της γραφειοκρατικής κάστας της οποίας τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα ήταν αντίθετα με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. O Λέων Τρότσκι θεωρούσε ότι η γραφειοκρατία είχε αποκτήσει πρωτόγνωρο βαθμό ανεξαρτησίας από την κυρίαρχη τάξη. Η γραφειοκρατία λαμβάνει αστικά χαρακτηριστικά χωρίς να υπάρχει στο πλάι της εθνική αστική τάξη. Είναι με την έννοια αυτή, συνεχίζει ο Τρότσκι, «το μοναδικό προνομιούχο και διευθντικό στρώμα της Σοβιετικής κοινωνίας». Ως συνέπεια, η πολιτική επανάσταση υπέρ της συνέχισης της επαναστατικής πολιτικής και την ανατροπή της γραφειοκρατικής εξουσίας ήταν η πρόταση του Τρότσκι και μιας μερίδας των οπαδών του. Για τον ίδιο αυτή η επανάσταση ήταν αναπόφευκτη. Μετά το θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν στην ΕΣΣΔ επικράτησε μια πιο τεχνοκρατική γραφειοκρατική κάστα που επιδίωκε τον εκσυγχρονισμό αυτού του συστήματος. Η κριτική του Μάο Τσε Τουνγκ και του Κινέζικου ΚΚ προς την ΕΣΣΔ ήταν έντονη. Οι σινοσοβιετικές σχέσεις πέρασαν από 40 τρικυμιώδη κύματα με αποκορύφωμα την εποχή της Πολιτιστικής Επανάστασης που αναδείκνυε μια διαφορετική επαναστατική προοπτική καθώς αναγνωριζόταν ότι η πάλη των τάξεων συνεχίζεται στα πλαίσια του σοσιαλισμού. Κατά τη Μαοϊκή κριτική, η ΕΣΣΔ είχε περάσει στον έλεγχο μιας νέας καπιταλιστικής τάξης, που οφείλεται στην επικράτηση των «χρουστσωφικών ρεβιζιονιστών». Η μαοϊκή κριτική, αν και άστοχη καθώς ελάχιστη ήταν η κριτική της σταλινικής πολιτικής που επί της ουσίας την αντιπαρέθετε ως δείγμα σοσιαλιστικής οικοδόμησης, έθεσε το θέμα της «καπιταλιστικής επανόρθωσης» και της έννοιας μιας «νέας αστικής τάξης».

Στην αντίπερα όχθη, αυτή των επιγόνων του τροτσκιστικού κινήματος, ένας σημαντικός στοχαστής αγωνιστής, ο Τόνι Κλιφ έθετε θέμα δημιουργίας ενός «κρατικού καπιταλισμού» στην ΕΣΣΔ. Το βασικό κριτήριό του ήταν ποιος κατέχει τον έλεγχο της οικονομίας μέσω της διοίκησης των εργοστασίων. Στην πρώτη φάση, υποστηρίζει, την διαχείριση των εργοστασίων την είχαν τα συνδικάτα που σε συνδυασμό με τους εκπρόσωπους του Μπολσεβίκικου κόμματος, των εργοστασιακών επιτροπών και με τον τεχνικό διευθυντή. Το 1937 όταν είχε επικρατήσει οριστικά η διευθυντική τάξη σε συμμαχία με τους στρατιωτικούς και την ανώτερη κάστα των κομματικών στελεχών καταργήθηκε επίσημα η εργατική διαχείριση και αυτή ανατέθηκε στους διευθυντές. Τέλος, εκτός από την κατάργηση της δημοκρατίας η κυρίαρχη τάξη επέβαλε την υποταγή κάθε σχεδίου ανάπτυξης στην κεφαλαιακή συσσώρευση της βιομηχανίας και του στρατιωτικού-πολεμικού τομέα τσακίζοντας τη λαϊκή κατανάλωση. Τη συζήτηση προχώρησαν τα μέλη του ΣΚΜΒ Adam Buick και John Crump που ανέπτυξαν δημιουργικά προηγούμενες απόπειρες να συγκροτηθεί μια θεωρία του κρατικού καπιταλισμού.

Οι S. Resnick και R.Wolff χρησιμοποιούν την Αλτουσεριανή έννοια του «επικαθορισμού» για να μας υπενθυμίσουν ότι όλες οι πλευρές της κοινωνίας διαμορφώνουν τις άλλες και διαμορφώνονται από αυτές. Προωθούν μια μη ντετερμινιστική μαρξιστική ανάλυση και αρνούνται εμφατικά την απόλυτη αναγωγή της πολιτικής και της κουλτούρας στην οικονομική βάση και τη λογικά του «ιστορικά αναπόφευκτου». Θεωρούν ότι κάθε κοινωνία κρίνεται από το είδος των μηχανισμών και διαύλων μέσω των οποίων γίνεται η παραγωγή, ιδιοποίηση και διανομή του υπερπροϊόντος και τα ερωτήματα που θέτουν προς απάντηση είναι τα εξής: ποιος επιτελεί την αναγκαία εργασία και την υπερεργασία, ποιος λαμβάνει το παραγόμενο πλεόνασμα μια ποιος το διανέμει και σε ποιους; Οπότε, κομμουνιστική είναι μια ταξική δομή εάν και όταν οι άνθρωπο που συλλογικά παράγουν το πλεόνασμα είναι ταυτόχρονα αυτοί που συλλογικά το ιδιοποιούνται και το διανέμουν. Απέρριψαν, έτσι, τις εκδοχές -μαρξιστικές και αστικές- εκείνες που απέδιδαν πρωτεύοντα ρόλο στο είδος της άσκησης της εξουσίας ή στο είδος της νομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Υποστήριξαν ότι: 1) ότι ένα ιδιαίτερο είδος καπιταλιστικής ταξικής δομής αποτελούσε το πραγματικό ταξικό περιεχόμενο του Σοβιετικού «σοσιαλισμού» και (2) ότι ο κομμουνισμός απαντήθηκε μόνο σε πολύ περιορισμένα και υποδεέστερα πεδία της Σοβιετικής οικονομίας και έλαβε τη μορφή ενός κομμουνιστικού τύπου ταξικής δομής.. Παρά το γεγονός ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξης της ΕΣΣΔ συνυπήρχαν μορφές διανομής του υπερπροϊόντος που είτε ανάγονταν στην «αρχαία», τη φεουδαρχική, είτε στην καπιταλιστική, τη σοσιαλιστική και την κομμουνιστική οικονομία, οι συγγραφείς διακρίνουν την προ της σοβιετικής επανάστασης περίοδο και την μετά το 1989 μεταβατική περίοδο ως καθαρά καπιταλιστικές ενώ την ενδιάμεση περίοδο την θεωρούν κρατικό-καπιταλιστική, παρά την αλλαγή των πολιτικών ελίτ που κυβερνούσαν κάθε φορά.

Εν κατακλείδι, οι Resnick και Wolff μας επισημαίνουν ότι στην μετά την κατάρρευση στη Ρωσία «για μια ακόμη φορά, δεν υπάρχει καμιά αντίληψη των τάξεων με την έννοια της υπερεργασίας.» Χωρίς αυτή, τονίζουν πως δεν χρειάζεται ιδιαίτερη διορατικότητα για να υποθέσει κανείς το πώς η μετασοβιετική κοινωνία θα κατανοήσει και θα αντιδράσει όταν η πρώτη μεγάλη κρίση πλήξει την ιδιωτική καπιταλιστική οικονομία της. Από τη μια πλευρά, πολλοί θα απαιτήσουν τότε μια «θεμελιακή» αλλαγή τέτοια που θα μπορεί να επιτρέψει σε μια Ρωσική ομοσπονδία να κατευθύνει το εκκρεμές πίσω σε ένα φιλελεύθερο ή αριστερό κρατικά διευθυνόμενο ιδιωτικό καπιταλισμό ή ίσως ακόμη πιο πέρα σε έναν κρατικό καπιταλισμό. Από την άλλη πλευρά, πολλοί μπορεί να απαιτήσουν ένα δεξιό κρατικά κατευθυνόμενο ή ακόμα και φασιστικό κρατικό καπιταλισμό. Σε κάθε περίπτωση, μια μετάβαση από τον ιδιωτικό πίσω προς τον κρατικό καπιταλισμό θα γίνει αντίθετα αντιληπτή ως μια “θεμελιώδης” αλλαγή από ένα κοινωνικό σύστημα σε ένα άλλο.

Θανάσης Τσακίρης
http://tsakiris.snn.gr
http://tsakthan.blogspot.com

Karl Marx vs Max Weber

Karl Marx Vs Max Weber

του Θανάση Τσακίρη

«Και λέγε, λέγε, λέγε, λέγε, ο αριστερός μπερδεύτηκα» θα τραγούδαγε σήμερα, αν ζούσε, ο λαϊκός βάρδος Στράτος Διονυσίου. Μετά την κατάρρευση του ανύπαρκτου σοσιαλισμού της ΕΣΣΔ και των καθεστώτων των χωρών-μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας το 1989, οι πάσης φύσεως ιδεολογικοί ινστρούχτορες του καπιταλισμού και, ειδικά οι πιο επιθετικοί νεοφιλελεύθεροι εξ αυτών, εξοβέλιζαν στο πυρ το εξώτερον κάθε απόπειρα ανασυγκρότησης της πολιτικής σκέψης της ριζοσπαστικής αριστεράς. Όταν μετά τις ευρωπορείες, το Σιάτλ, το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ και άλλες κατακτήσεις των κοινωνικών κινημάτων, η αριστερή και η μαρξιστική σκέψη άρχισε να κερδίζει το χαμένο έδαφος και να προβάλλει αξιώσεις εγκυρότητας, έπρεπε να εφευρεθεί ένα νέο «μότο»: δεν έχετε εναλλακτικό πρόγραμμα! Επί της ουσίας, αυτή δεν είναι κάποια καινούργια ιδέα που διατυπώνεται για πρώτη φορά. Μόνο που παλιότερα οι φορείς εκφώνησης του επιχειρήματος ήταν άλλοι. Οι Μαρξιστές κατηγορούσαν τους πάσης φύσεως μη Μαρξιστές αντιπάλους τους ότι είτε δεν ήθελαν να αλλάξουν τίποτα ως γνήσιοι συντηρητικοί είτε ότι οι φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που πρότειναν ήταν επιφανειακές και δεν επέφεραν ουσιαστικές αλλαγές ή ανατροπές του συστήματος. Είναι γνωστή η ατάκα του Κάρολου Μαρξ: «Οι φιλόσοφοι έχουν ερμηνεύσει τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Το θέμα όμως είναι να τον αλλάξουν».(1) Μετά το θάνατό του στην κοινωνική και πολιτική σκέψη του δυτικού κόσμου κυριάρχησε για ένα διάστημα ο Μαξ Βέμπερ. Ποιες είναι οι συγγένειες και οι διαφορές αυτών των δύο μεγάλων φυσιογνωμιών;

Ο Μαρξ, ανεξάρτητα από το αν έπεσε έξω στις προβλέψεις του ή όχι, είχε να προτείνει πρόγραμμα «θεραπείας» των κοινωνικών «ασθενειών» ενώ ο Βέμπερ έκανε μόνο διαπιστώσεις. Αυτή η διαφορά εκφράζεται και στις ερμηνείες τους για τον καπιταλισμό. Ο Βέμπερ δεν συμμεριζόταν την άποψη του Μαρξ γιατί είχε διαφορετική άποψη τόσο για το χαρακτήρα του καπιταλισμού όσο και για τις έννοιες της τάξης και της ταξικής σύγκρουσης. Θεωρεί ότι ο καπιταλισμός είναι αποκλειστικά Δυτικό φαινόμενο τόσο στο επίπεδο των αξιών όσο και στον τρόπο δράσης. Αυτή η «δυτικότητα» σχετίζεται με τον «ορθολογικοποιημένο χαρακτήρα» της καπιταλιστικής παραγωγής, κάτι που εκτείνεται πολύ πέρα από την ίδια την οικονομική επιχείρηση και χαρακτηρίζει τους κύριους θεσμούς της κοινωνίας. Αυτή η θέση μπορεί να κριθεί αμφίπλευρα τόσο ως θετική όσο ως αρνητική. Ο εξορθολογιστικός καπιταλισμός είναι αναπόφευκτος ενώ για τον Μαρξ παίρνει ως βάση την αρνητική ερμηνεία του καπιταλισμού και θεωρεί ότι η ανθρώπινη κινητοποίηση μπορεί να δημιουργήσεις τις προϋποθέσεις άρσης της κατάστασης της αλλοτρίωσης Κατά τον Βέμπερ η επιστήμη δεν είναι ταξική όπως αφήνει να εννοηθεί μια ερμηνεία του Μαρξ. Ο Βέμπερ θεωρεί ότι ως ένα ειδικό εγχείρημα η επιστήμη είναι επίσης το μέσο και η έκφραση της οικουμενικής μοίρας. «Η επιστημονική πρόοδος είναι ένα στοιχείο –το πιο σημαντικό στοιχείο …σ’ αυτή τη διαδικασία διανοητικοποίησης την οποία υφιστάμεθα εδώ και χιλιετίες και που γενικώς σήμερα αξιολογείται με ένα τόσο εξαιρετικά αρνητικό τρόπο» Για τον Weber δεν είναι οι ταξικές συγκρούσεις μονάχα που θεωρούνται ως κινητήριες δυνάμεις της ιστορίας αλλά και οι συγκρούσεις που προκύπτουν λόγω της ύπαρξης των «ομάδων γοήτρου» («status groups»), των κρατών και των εθνικών μειονοτήτων. Δεν αποδεχόταν τη θεωρία της υπεραξίας του Marx και θεωρούσε ότι «οι τάξεις συνίστανται από ομάδες ατόμων που μοιράζονται παρόμοια ‘σύνολα ευκαιριών ζωής’ στις αγορές εργασίας και εμπορευμάτων».(2) Κατά συνέπεια, ο Weber δεν αποδεχόταν τη λογική της ταξικής επανάστασης και δεν απέδιδε κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στην εργατική τάξη σε σχέση με τον καπιταλισμό ως σύστημα. Αντίθετα, στις ομάδες γοήτρου και στις τάξεις και στρώματα της κοινωνίας προσθέτει και τα πολιτικά κόμματα ως στοιχεία του κοινωνικού ανταγωνισμού. Η άποψη του Weber υποτιμά εντελώς τη δύναμη της εργατικής τάξης στην εποχή στην οποία αναφέρεται στα έργα του και αδυνατεί να εντοπίσει τις αιτίες που οδήγησαν στις εργατικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα στην Ευρώπη (ανεξάρτητα από την κατάληξή τους, επρόκειτο για εργατικές επαναστάσεις). Μ’ αυτή την έννοια, η άποψη του Weber για την πολλαπλότητα των κοινωνικώς δρώντων ομάδων οδηγεί στις θεωρίες των ελίτ και στις θεωρητικές κατευθύνσεις περί πλουραλισμού. Στο σημείο αυτό, ας κρατήσουμε υπόψη μας την έννοια των «ομάδων γοήτρου» που «θεμελιώνονται πάνω στις σχέσεις κατανάλωσης αντί των σχέσεων παραγωγής και παίρνουν τη μορφή των ‘τρόπων ζωής’ (life styles) που ξεχωρίζουν τη μία ομάδα από την άλλη».

Θέμα
Αιτιότητα
Marx: 1η εκδοχή: Ιστορικός εξελικτικισμός (το προλεταριάτο είναι προορισμένο να ανατρέψει και θα ανατρέψει την αστική τάξη με βάση τη θεωρία περί αλλαγής των κοινωνιών:)
2η εκδοχή: Ιστορική δυνατότητα (το προλεταριάτο ενδέχεται να μην σταθεί στο ύψος του ‘ιστορικό καθήκον’ της ανατροπής της αστικής τάξης, εξ ού και το δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα)
Weber: Ιστορική και κοινωνική αιτιότητα με όρους πιθανότητας (υποκειμενική ελευθερία) – Ποικιλία αιτιακών αλυσίδων που ενδέχεται να έχουν προσδιορίσει το υπό μελέτη αντικείμενο – Η ‘ιστορική αιτιότητα’ καθορίζει τις μοναδικές συνθήκες που οδήγησαν στην εκδήλωση ενός γεγονότος – Η ‘κοινωνιολογική αιτιότητα’ υποθέτει ότι υπάρχει κανονική σχέση μεταξύ δύο φαινομένων (με τη μορφή «το Α είναι περισσότερο ή λιγότερο ευνοϊκό για το Β»).

Καπιταλισμός
Marx: Προϊόν της ταξικής πάλης και της νίκης των αστών επί των φεουδαρχών – Καπιταλιστές κατέχουν τα μέσα παραγωγής.
Weber: Προϊόν της καλβινιστικής-προτεσταντικής ηθικής που ευνοεί την υπερίσχυση του «πνεύματος του καπιταλισμού»- Καθολικές, ισλαμικές και βουδιστικές κοινωνίες είτε δεν μπορούν να ευνοήσουν την καπιταλιστική ανάπτυξη είτε την εμποδίζουν.

Αποξένωση
Marx: Στον καπιταλισμό ο εργάτης στερείται της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής – Δεν ενδιαφέρεται για το προϊόν που παράγει – Στο εργοστάσιο νοιώθει ξένος και απρόσωπος – Δουλεύει μόνο για την εξασφάλιση της επιβίωσης – Μόνο με την προλεταριακή επανάσταση οι εργάτες ως σύνολο-τάξη ξαναπαίρνουν τα μέσα παραγωγής στα χέρια τους (κοινωνικοποίηση μέσων παραγωγής)
Weber: Για την αποξένωση του ατόμου στη βιομηχανικής κοινωνίας φταίει ο «εξορθολογισμός» που οφείλεται στην ανάπτυξη της γραφειοκρατίας – Η υπέρμετρη ανάπτυξη της γραφειοκρατίας οδηγεί στο «σιδερένιο κλουβί» της ολοκληρωτικά διευθυνόμενης κοινωνίας όπου οι απρόσωπες σχέσεις αντικαθιστούν τις προσωπικές καθιστώντας όλες τις ενέργειες – εργασία και σχόλη – θέμα ελέγχου και συναλλαγής.

Κοινωνικές τάξεις
Marx: Προκύπτουν σε κάθε ταξική κοινωνία λόγω της σχέσης τους με τα μέσα παραγωγής και τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας π.χ. φεουδάρχες-δουλοπάροικοι, αστοί-προλετάριοι.
Weber: Οι τάξεις δεν είναι μόνο προϊόντα της οικονομίας – Η ένταξη ανθρώπων σε ταξινομικές κατηγορίες στηρίζεται στα πρότυπα κατανάλωσης, γοήτρου, κοσμοαντιλήψεων και τρόπων ζωής – Πλουραλιστικό μοντέλο κοινωνικής σύγκρουσης στη σύγχρονη κοινωνία.

Εξουσία
Marx: Πηγή της πολιτικής εξουσίας είναι η οικονομική εξουσία – Η κυρίαρχη οικονομικά τάξη είτε διοικεί το κράτος η ίδια είτε κυβερνά μέσω των πολιτικών κομμάτων που την αντιπροσωπεύουν.
Weber: Κατανόηση της εξουσίας ως την ευκαιρία ενός ανθρώπου, ή μιας ομάδας ανθρώπων να «πραγματοποιήσουν τη θέλησή τους ενεργώντας συλλογικά ακόμη και ενάντια στην αντίσταση των άλλων» – Η βάση άσκησης της εξουσίας μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το ιστορικό και δομικό κοινωνικό πλαίσιο – Η εξουσία μπορεί να ασκηθεί και χάριν της εξουσίας και όχι μόνο για την αντιπροσώπευση των συμφερόντων κοινωνικών τάξεων.

Νομιμοποίηση της εξουσίας
Marx: Κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας
Weber: 1. Ορθολογική εξουσία 2. Παραδοσιακή εξουσία 3. Χαρισματική εξουσία

Σημείωση:
1.11η θέση στο Marx K. & Engels F. (2004/1845) Θέσεις για τον Φόυερμπαχ. Ο Λούντβιχ Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας. Αθήνα: Εκδ. Ερατώ.
2. Weber, M. (1946) “Science as a vocation”, in Gerth H.H. and Mills C.R.(eds), From Max Weber, Essays in Sociology, Fair Lawn, N.J.: Oxford University Press.

Αντιρατσιστικό φεστιβάλ στην Πάτρα

«ΑΣΥΛΟ ΤΩΡΑ»
ΑΝΤΙΡΑΤΣΙΣΤΙΚΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΣΗΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ & ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ/ ΣΤΡΙΩΝ ΠΛ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ 17,18 ΟΚΤΩΒΡΗ 2008

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 17/10/08

18:00 ΕΚΔΗΛΩΣΗ – ΣΥΖΗΤΗΣΗ στον πολυχώρο «Έσπερο» (Πλ. Γεωργίου) με
θέμα: «Πρόσφυγες και Ευρώπη – Φρούριο»

Ομιλητές: Κούρτοβικ Ιωάννα – Δικηγόρος, Valentina Itri- Οργάνωση «Arci» (Ιταλία)
Λαδάς Βασίλης – Δικηγόρος, Αφγανός Πρόσφυγας, Εκπρόσωπος Κίνησης
Παρεμβάσεις από οργανώσεις και άτομα που έχουν ενεργοποιηθεί στο ζήτημα

ΣΥΝΑΥΛΙΑ (20:30 – 24:30)

20:30 – 21:00 Εργαστήρι Παραδοσιακών Οργάνων Δημοτικού Ωδείου Πάτρας
21:15 – 22:15 Nur cultural art society & Samand Ali (Παραδοσιακά-
Αφγανιστάν)
22:35 – 23:15 Minus One (rock – Φιλιππίνες) 23:30 – 24:30 Aramateix (Ska – Καταλoνία)

ΣΑΒΒΑΤΟ 18/10/08

11:00 ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΓΙΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΑΠΟ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (Workshop). Χώροςΰ «Έσπερος»

ΣΥΝΑΥΛΙΑ (13:00 – 14:30)
13:00 – 13:20 Δημόπουλος Σταύρος
13:30 – 14:30 Δανάη Παναγιωτοπούλου (acoustic jazz)

18:00 ΕΚΔΗΛΩΣΗ-ΣΥΖΗΤΗΣΗ: «Αντι-μεταναστευτικές πολιτικές:
Νομιμοποίηση,
εργασιακό, ρατσισμός» Χώροςΰ «Έσπερος»
Ομιλητές: Καψάλης Αποστόλης,νομικός,Φαρμακίδης Κώστας(Κίνηση
Δικηγόρων- Αθήνα)
Εκπρόσωπος καμπάνιας: «Όχι στον Ρατσισμό από Κούνια» Εκπρόσωπος «Δεύτερης Γενιάς Μεταναστών», Εκπρόσωπος Σχολείου Μεταναστών «Εν Κινήσει»
Παρεμβάσεις από οργανώσεις και άτομα που έχουν ενεργοποιηθεί στο ζήτημα

ΣΥΝΑΥΛΙΑ (20:30 – 24:30)

20:30 – 20:50 Feel in (hip-hop)
20:50 – 21:20 Dagobah System (hip-hop)
21:40 – 22:10 Coup de grece (funky-soul-reggae) 22:20 – 22:50 Have you ever tasted a cold spring (post rock) 23:00 – 23:30 Grand Zero (pop rock) 23:30 – 24:30 Abbie Gale (indie)

Παράλληλα και τις δύο ημέρες θα υπάρχουν στην πλ. Γεωργίου:
Φ Ενημερωτικά τραπεζάκια από μεταναστευτικές, πολιτικές και
κοινωνικές οργανώσεις από Πάτρα και υπόλοιπη Ελλάδα
Φ Εκθέσεις φωτογραφίας, γελοιογραφίας
Φ Κουζίνα μεταναστών
Φ Προβολές

Οι γυναίκες δεν είναι προς πώληση

Αθήνα, 4 Μαρτίου 2008

 

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΤΥΠΟΥ

 

Οι γυναίκες δεν είναι προς πώληση!

 

Ακτιβιστικά δρώμενα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη κατά της σωματεμπορίας

 

Με πρωτότυπο τρόπο και με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, ακτιβιστές της Διεθνούς Αμνηστίας και μέλη της νεανικής ομάδας δράσης της Θεσσαλονίκης και μέλη της ομάδας δράσης για τα δικαιώματα των γυναικών θα μεταφέρουν με συμβολικό τρόπο την ανάγκη προστασίας των γυναικών και κοριτσιών που πέφτουν θύματα διακίνησης και εμπορίας (trafficking) στην Ελλάδα.

 

Δεν είναι προς πώληση! Δράση στην Αθήνα

Στην Αθήνα, την Παρασκευή 7 Μαρτίου στις 12 το μεσημέρι, αντιπροσωπεία της Διεθνούς Αμνηστίας θα συναντηθεί με το Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης για να του μεταφέρει τις ανησυχίες και τις προτάσεις της Διεθνούς Αμνηστίας για τη βελτίωση της προστασίας των δικαιωμάτων των θυμάτων διακίνησης και εμπορίας με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση στην Ελλάδα και θα παραδώσει πάνω από 10.000 υπογραφές από την Ελλάδα και τον υπόλοιπο κόσμο που προτρέπουν την ελληνική κυβέρνηση να κάνει ακριβώς αυτό. Η συνάντηση θα γίνει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Μεσογείων 96. Η παράδοση θα συνοδεύεται από ακτιβιστική δράση επί της Μεσογείων (στο ύψος του νοσοκομείου Ερρίκος Ντυνάν), όπου εθελόντριες της Διεθνούς Αμνηστίας με λευκές μάσκες στο πρόσωπο θα μεταφέρουν το μήνυμα ότι οι γυναίκες, όπως όλοι οι άνθρωποι, δεν είναι προς πώληση.

 

Ξεκλείδωσέ την! Δρώμενο στη Θεσσαλονίκη

 

Το Σάββατο 8 Μαρτίου, από τις 12 το μεσημέρι και μετά, στην Πλατεία Αριστοτέλους στο ύψος της Τσιμισκή, μια ακτιβίστρια θα βρίσκεται κλεισμένη σε ένα δωμάτιο – κλουβί. Η ακτιβίστρια θα συμβολίζει μια γυναίκα που έχει διακινηθεί και εξωθηθεί στην πορνεία. Σκοπός του δρώμενου θα είναι να κινητοποιήσει τους περαστικούς ώστε να υπογράψουν μια έκκληση που θα καλεί την ελληνική κυβέρνηση να παρέχει στους αστυνομικούς αντικειμενικά κριτήρια για να μπορούν να αναγνωρίσουν τα θύματα σωματεμπορίας, να διευκολύνουν τα θύματα ώστε να μπορούν να καταγγείλουν τι τους συμβαίνει, να αλλάξει η νομοθεσία ώστε η παροχή βοήθειας και προστασίας στα θύματα να μην εξαρτάται από την κατάθεσή τους κατά των εμπόρων τους και να διασφαλίσει την αποζημίωση και αποκατάσταση των θυμάτων.

Ο στόχος είναι να συλλεχθούν 1000 υπογραφές και όταν θα συμβεί αυτό η κοπέλα θα απελευθερωθεί.

 

Περισσότερες πληροφορίες

Εκτιμάται ότι χιλιάδες θύματα διακίνησης και εμπορίας φτάνουν στην Ελλάδα κάθε χρόνο και εξωθούνται σε εξαναγκαστική πορνεία. Πολλές από τις γυναίκες αυτές παραμένουν κλειδωμένες σε σπίτια ή οι σωματέμποροι κρατούν τα διαβατήριά τους και τις εκβιάζουν. Πολλές φορές απειλούν ότι θα τις κακοποιήσουν ή ότι θα επιτεθούν στην οικογένειά τους και σε ορισμένες περιπτώσεις τις κακοποιούν.

·         Βρείτε την έκθεση Ελλάδα: Προάσπιση των δικαιωμάτων γυναικών και κοριτσιών θυμάτων εμπορίας με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση στη διεύθυνση: http://amnesty.org.gr/library/2007/eur250022007/index.htm

·         Υπογράψτε την έκκληση προς την Ελληνική Κυβέρνηση στο http://www.amnesty.org.gr/actnow/gre20070612.htm

 

Η Διεθνής Αμνηστία διενέργησε άτυπη έρευνα σε πολλές περιοχές της Ελλάδας για τη στάση που έχουν οι κάτοικοι της χώρας ως προς τη διακίνηση και εμπορία γυναικών. Τα αποτελέσματα της άτυπης έρευνας θα δημοσιευθούν την Πέμπτη 7 Μαρτίου.

 

Ευχαριστούμε θερμά όσους εργάστηκαν εθελοντικά για την πραγματοποίηση των δράσεων μας, τους γραφίστες, τους ραδιοφωνικούς παραγωγούς καθώς και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς Repuclic FM 100.3, 104.7 Rock Radio και 1055 Rock που προωθούν τη δράση στη Θεσσαλονίκη.

Βιβλία για τον αντιδραστικό μοντερνισμό, τη διαδικασία του πολιτισμού και την σχέση της πολιτικής με την ηθική

Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες εκδόσεις σχετικά με το Ναζισμό ήταν αυτή του έργου του Jeffrey Herf με τίτλο «Αντιδραστικός Μοντερνισμός : Τεχνολογία, Κουλτούρα και Πολιτική στη Βαϊμάρη και το Γ΄ Ράιχ». Η έκδοση έγινε το 199 6από τις πολύ καλές «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης» που εδρεύουν στο Ηράκλειο και είναι τμήμα του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας. Το έργο μετέφρασε ο Παρασκευάς Ματάλας και η επιστημονική επιμέλειά του έγινε από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης (Φιλοσοφική Ρεθύμνου) Χρήστο Χατζηιωσήφ. Η αξία του έργου αυτού είναι σημαντική στο βαθμό που εκτός των άλλων συμβάλλει στη λύση ενός ιδιαίτερα βασανιστικού ερωτήματος : πώς συνυπήρξαν και πώς συμβιβάστηκαν η πιο παράλογη και πιο αντιδραστική ιδεολογία του 20ού αιώνα που ήταν ο Ναζισμός με τα πλέον καινοτόμα ρεύματα του τεχνολογικού μοντερνισμού, κληρονομιές του οποίου υπάρχουν στη σημερινή Γερμανία. Ας μην ξεχνάμε πως οι περίφημες autoband και τα θρυλικά Volkswagen είναι δημιουργήματα αυτής της περιόδου. Τα 144 χρόνια που μεσολάβησαν από τη Γαλλική Επανάσταση και την έναρξη της εφαρμογής του «προγράμματος» του Διαφωτισμού ως την ανάδειξη του πιο παρανοϊκού πολιτικού της ιστορίας της ανθρωπότητας στην προεδρία της Γερμανικής καγκελαρίας δεν ήταν φαίνεται αρκετά στους απογόνους του Μπετόβεν και τόσων άλλων επιφανών Γερμανών ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών για να τους αποτρέψουν από το «μοιραίο». Η «τελική λύση» που δόθηκε στο «πρόβλημα» των «Άλλων» ήταν η λύση που γνωρίσαμε. Παράδοση και νεωτερικότητα συνυπήρξαν στη μεγάλη αυτή κεντροευρωπαϊκή αυτή χώρα για πολλές δεκαετίες με τέτοιο τρόπο ώστε να δεθούν σε ένα εκρηκτικό μείγμα που ήρθε κι έδεσε με τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης κοινωνίας, τα εθνικά της προβλήματα, την καθυστερημένη καπιταλιστική ανάπτυξη της βιομηχανίας, την ανάδειξη του ιστορικισμού και των στρεβλώσεών του ως φιλοσοφίας.

Εξίσου σημαντικό είναι και το έργο του Norbert Elias με τίτλο «Η Διαδικασία του Πολιτισμού : Μια Ιστορία της Κοινωνικής Συμπεριφοράς στη Δύση» που εξέδωσαν, το 1997, οι Εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» στη σειρά νεότερης και σύγχρονης ιστορίας που επιμελούνται οι Κώστας Κωστής και Σωκράτης Πετμεζάς. Η μετάφραση είναι του Θεόδωρου Λουπασάκη και η επιμέλεια του Κώστα Λιβιεράτου. Η μελέτη αυτή έχει στόχο να εξετάσει τις μεταβολές που υπέστη η έννοια και το περιεχόμενο του «πολιτισμού» στη Δύση μέσα στο χρόνο. Ποια ήταν τα ελατήρια που κίνησαν τις μεταβολές, γιατί άλλη ήταν η έννοια της ίδιας λέξης στη Γαλλία (Civilization) και άλλη στη Γερμανία (Kulture), πώς συνδέεται το ερώτημα αυτό με τη Γερμανική πρόσληψη του «ρομαντισμού» και πώς συνδέεται αυτή με την αυταρχική-ολοκληρωτική κατεύθυνση της χώρας αυτής ; Όπως τονίζει ο ίδιος ο συγγραφέας, «για να επιτευχθεί η πρόσβαση στα κύρια ερωτήματα, έπρεπε πρώτα να αποκτηθεί μια σαφέστερη εικόνα της βραδείας μεταβολής που υπέστησαν, από τον Μεσαίωνα και πέρα, η συμπεριφορά και ο θυμικός βίος των ανθρώπων της Δύσης. Αυτήν αναλαμβάνει να δείξει το δεύτερο μέρος. Με απλό τρόπο και όσο πιο παραστατικό γίνεται, επιχειρεί να ανοίξει το δρόμο προς την κατανόηση της ψυχικής διαδικασίας του πολιτισμού». Η μέθοδος της «κατανόησης» (Verstehen) είναι τελικά εκείνη που ανοίγει το δρόμο για την πιο πολύπλευρη εξήγηση της ιστορικής διαδικασίας σε συνδυασμό με την υλιστική ερμηνεία. Βέμπερ και Μαρξ ίσως να έκαναν ένα αχτύπητο επιστημονικό δίδυμο αν συνέπιπταν οι εποχές τους. Εξάλλου δεν είναι τυχαία η παρατήρηση του Richard Senett πως το έργο του Elias είναι «χωρίς αμφιβολία το σημαντικότερο έργο ιστορικής κοινωνιολογίας από την εποχή του Μαξ Βέμπερ».

Το 1995 από τις Εκδόσεις «Στάχυ» κυκλοφόρησε το βιβλίο του Γιώργου Μανιάτη με τίτλο  «Πολιτική και Ηθική : Η Κρίση της Πολιτικής και η Δυνατότητα Ηθικής Θεμελίωσης του Πολιτικού Πράττειν». Η κρίσης της πολιτικής δεν είναι φαινόμενο μόνο της «καθ’ ημάς Ανατολής» αλλά και της Εσπερίας, ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού. Η πολιτική και η οικονομία του «καζίνο» δημιουργεί κοινωνικές εκρήξεις που δεν μπορούν να προσανατολιστούν προς αριστερές ριζοσπαστικές κατευθύνσεις. Ο ρατσισμός, η βία, η εγκληματικότητα και ο «μεγάλος αδελφός» εγκαθίστανται για τα καλά στην καθημερινή μας ζωή. Η «κοινή γνώμη» όλο και περισσότερο Δ.Ξ/Δ.Α. και άκυρο-λευκό-αποχή απαντά στα εικονικά ψηφοδέλτια των δημοσκόπων. Πού θα πάει αυτή η κατάσταση ; Είναι δυνατόν να είναι «όλοι ίδιοι» ; Αδιέξοδο των ανθρωπίνων και κοινωνικών σχέσεων ; Ο Γ.Μανιάτης προσπαθεί «να στοιχειοθετήσει μια πρόταση για την αντιμετώπιση αυτής της σχέσης και τη δυνατότητα ηθικής θεμελίωσης της πολιτικής, λαμβάνοντας υπόψη τις διαδικασίες διαμόρφωσης ενός ιστορικού υποκειμένου με νέα χαρακτηριστικά» και θεωρεί «ότι για τη διερεύνηση της σχέσης πολιτικής και ηθικής είναι αναγκαίος ο αναστοχασμός πάνω στα κριτήρια, τα μέσα και τους στόχους της μεγάλης χειραφετητικής διαδικασίας που άρχισε με την εποχή του Διαφωτισμού και παραμένει ανολοκλήρωτη». Σε τέσσερις βασικές ενότητες ο Γ.Μανιάτης αναφέρεται στις συζητήσεις που διεξάγονται για τη σχέση ηθικής και πολιτικής. Η πρώτη ενότητα αναφέρεται  στην αντίθεση του σύγχρονου θετικιστικού τρόπου σκέψης που θεωρεί αξιακά ουδέτερη την πολιτική δράση και της αρχαίας ελληνικής αντίληψης που ήθελε την ηθική και την πολιτική ταυτισμένες σαν «αυγοτάραχο». Η δεύτερη ενότητα αναφέρεται στην αντίθεση των μεθοδολογικών και πολιτικών αντιλήψεων του ατομικισμού και του ολισμού και την αντίστοιχη οπτική για τις σχέσεις ατόμου-κοινωνίας. Η τρίτη ενότητα με αφορμή το έργο «Justice as Fairness» του Αμερικανού πολιτικού φιλόσοφου John Rawls φωτίζει την αντίθεση ανάμεσα στα επιχειρήματα του σύγχρονου «σοσιαλ-δημοκρατικού» φιλελευθερισμού και του κοινοτισμού. Στην τέταρτη ενότητα επανέρχεται στο επίκεντρο η αντιπαράθεση Ρομαντισμού και Διαφωτισμού για την ανθρώπινη φύση και την Ιστορία, αντιπαράθεση που διατρέχει τις λέξεις, τις γραμμές και τις σελίδες των άλλων βιβλίων στα οποία αναφερθήκαμε.

 Θανάσης Τσακίρης